Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιγενόμενοι
1 εγγραφή
επιγενόμενοι οι [epijenómeni] Ο19 : οι άνθρωποι που θα γεννηθούν και θα ζήσουν αργότερα.

[λόγ. < αρχ. οἱ ἐπιγενόμενοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες