Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιβραδυντής ο [epivraδindís] Ο7 : α.(χημ.) ουσία που έχει την ιδιότητα να επιβραδύνει το ρυθμό μιας χημικής αντίδρασης. β. (πυρηνική φυσ.) υλικό που χρησιμοποιείται σε πυρηνικούς αντιδραστήρες με σκοπό να μειώσει την ενέργεια των ταχέων νετρονίων σχάσης.
[λόγ. επιβραδύν(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. retardateur (στη σημ. α)]