Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιβουλή η [epivulí] Ο29 : το να σκέφτεται ή να σχεδιάζει κάποιος κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ κατά της ζωής / της υπόληψης κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλή]
- επίβουλος -η -ο [epívulos] Ε5 : (σπάν.) που χαρακτηρίζεται από επιβου λή: Επίβουλη σκέψη / ενέργεια. ~ άνθρωπος, κακός και ύπουλος.
[λόγ. < αρχ. ἐπίβουλος]