Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβεβαίωση
1 εγγραφή
επιβεβαίωση η [epivevéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβεβαιώνω. 1α. πλήρης, απόλυτη βεβαίωση: H ταραχή είναι ~ της ενοχής του. β. επαλήθευση: ~ των φημών. 2. (για πρόσ.) η αναγνώριση κάποιου ως κτ. σημαντικό: Ο άνθρωπος επιδιώκει την ~ της προσωπικότητάς του.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαίω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες