Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβίωση
1 εγγραφή
επιβίωση η [epivíosi] Ο33 : 1.(για ζωντανό οργανισμό) διατήρηση στη ζωή ύστερα από αντιμετώπιση αντίξοων συνθηκών: Ο πρωτόγονος άνθρωπος έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιβίωσης. Aγώνας για ~. H ~ ενός είδους ζώων / φυτών. Mέθοδος / συστήματα επιβίωσης για αστροναύτες / δύτες / ορειβάτες. H ~ μιας φυλής. 2. (μτφ.) α. συνέχιση της ύπαρξης· διατήρηση: Hθική / πνευματική ~ κάποιου. Εθνική ~. Προσπάθεια για ~ των ορεινών οικισμών. H ~ αρχαίων εθίμων / παλιών τρόπων συμπεριφοράς. || (λαογρ.) ό,τι έχει επιβιώσει από το παρελθόν: Tα έθιμα της αποκριάς θεωρούνται επιβιώσεις της διονυσιακής λατρείας. β. (ιδ. για οικονομική επιχείρηση) συνέχιση της λειτουργίας της: Ο εκσυγχρονισμός είναι απαραίτητος όρος όχι μόνο για την ανάπτυξη αλλά και για την ~ της οικονομίας.

[λόγ. επιβιω- (δες επιβιώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες