Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιβάτης ο [epivátis] Ο10 θηλ. επιβάτισσα [epivátisa] & επιβάτρια [epivá tria] Ο27 & επιβάτιδα [epivátiδa] Ο28 : αυτός που βρίσκεται πάνω σε ορισμένο μεταφορικό μέσο και ταξιδεύει: Οι επιβάτες του τρένου / πλοίου / αεροπλάνου, (σε αντιδιαστολή με το πλήρωμα). ~ αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας, (σε αντιδιαστολή με τον οδηγό). || (εκκλ.): ~ του θρόνου, για επίσκοπο που κατέχει αντικανονικά τη θέση του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάτης, αρχ. σημ.: `στρατιώτης που μάχεται από πλοίο΄· λόγ. επιβάτ(ης) -ισσα, -τρια, -ις > -ιδα]