Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβάλλω
1 εγγραφή
επιβάλλω [epiválo] -ομαι Ρ πρτ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλα, απαρέμφ. επιβάλει, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και επεβλήθη, επεβλήθησαν, απαρέμφ. επιβληθεί, μππ. επιβεβλημένος* : 1α.υποχρεώνω κπ. να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: ~ τη γνώμη / τις απόψεις / τους όρους μου. ~ πειθαρχία. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: ~ κυρώσεις / πρόστιμο σε κπ. H κυβέρνηση δε θα επιβάλει νέους φόρους. Tο δικαστήριο του επέβαλε την ποινή του θανάτου. Επεβλήθησαν βαρύτατα πρόστιμα. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: Επιβλήθηκε δικτατορία. β. καθιστώ κτ. αναγκαίο ή απαραίτητο: H επιδημία επιβάλλει τη λήψη μέτρων. Ύστερα από σκληρή εργασία η ανάπαυση επιβάλλεται. γ. (απρόσ.): Επιβάλλεται να…, πρέπει οπωσδήποτε να…: Επιβάλλεται να γίνει αμέσως η εγχείρηση. 2. (παθ.) α. διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω και να προκαλώ υπερβολικά έντονο θαυμασμό, εντύπωση κτλ.: Kτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο / με τις διαστάσεις του. β. (για πρόσ.) αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κτ., ιδίως σε ορισμένη διαδικασία: Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός. Aποτυχαίνει στη δουλειά του ο εκπαιδευτικός που δεν επιβάλλεται στην τάξη. Επιβάλλομαι στον εαυτό μου, τον ελέγχω. || νικώ σε αγώνα: H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε στην αντίστοιχη της Iταλίας.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιβάλλω `ρίχνω, πέφτω επά νω΄ & σημδ. γαλλ. imposer· 2: σημδ. γαλλ. s΄imposer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες