Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επενεργώ [epenerγó] Ρ10.9α : ασκώ επίδραση σε κτ.: H ατμοσφαιρική ρύπανση επενεργεί βλαπτικά στην υγεία του ανθρώπου.
[λόγ. επ(ι)- ενεργώ μτφρδ. γερμ. einwirken]