Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεισοδιακός
1 εγγραφή
επεισοδιακός -ή -ό [episoδiakós] Ε1 : που κατά τη διάρκειά του έγιναν επεισόδια, απρόοπτα ή βίαια γεγονότα: Επεισοδιακή συζήτηση / συνεδρίαση / ημέρα. Ένας ~ ποδοσφαιρικός αγώνας. Επεισοδιακό πάρτι. || που προκαλεί αίσθηση, σχόλια, εντύπωση: Επεισοδιακή εμφάνιση. επεισοδιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επεισόδι(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες