Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επείγομαι [epíγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) πιέζομαι χρονικά· βιάζομαι: ~ να υποβάλω σήμερα την αίτηση, γιατί λήγει η προθεσμία. || (προφ.) ~ κτ., το χρειάζομαι επειγόντως: Tο ~ το φόρεμα· πρέπει να το φορέσω σήμερα το βράδυ στη δεξίωση.
[λόγ. < αρχ. ἐπείγομαι `βιάζομαι΄]