Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαύριον
1 εγγραφή
επαύριον η [epávrion] Ο (άκλ.) : (λόγ.) η επόμενη ημέρα.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαύριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες