Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανίδρυση
1 εγγραφή
επανίδρυση η [epaníδrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανιδρύω. 1. (σπάν.) η εκ νέου κατασκευή: ~ ενός κατεστραμμένου κτιρίου. 2. ανασύσταση: Aνάκτηση της Kωνσταντινούπολης και ~ της βυζαντινής αυτοκρατορίας. ~ ενός κόμματος / μιας πολιτικής παράταξης.

[λόγ. επαν(α)- ίδρυ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. reconstitution]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες