Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανέρχομαι
1 εγγραφή
επανέρχομαι [epanérxome] Ρ αόρ. επανήλθα, απαρέμφ. επανέλθει : 1α. επιστρέφω, ξαναγυρνώ σε έναν τόπο: Επανήλθε από το εξωτερικό / από τις διακοπές. (έκφρ., ειρ.) ~ δριμύτερος, συνεχίζω με μεγαλύτερη ένταση μια δραστηριότητα που είχα διακόψει: H αντιπολίτευση επανήλθε δριμύτερη κατά τη νέα συζήτηση του νομοσχεδίου. β. βρίσκομαι πάλι σε ορισμένη κατάσταση: Είναι δύσκολο να επανέλθουμε στο προηγούμενο καθεστώς. γ. ξαναπαίρνω ορισμένο αξίωμα, θέση κτλ. που κατείχα και παλαιότερα: Επανέρχονται στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί. Επανέρχεται ένας βασιλιάς στο θρόνο του. δ. ξαναρχίζω να υπάρχω ή να ισχύω: Επανέρχονται οι αισθήσεις. Mετά την ακύρωση της αγοραπωλησίας η κυριότητα του ακινήτου επανέρχεται στον αρχικό ιδιοκτήτη. Επανέρχεται η παλιά νομοθεσία. 2. επανεξετάζω, ξανασυζητώ κτ. ή γενικά ξαναμιλώ γι΄ αυτό: Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω σε λίγο. Mην επανέρχεσαι συνεχώς στο ίδιο θέμα. Επανέρχεται κτ., γίνεται εκ νέου αντικείμενο εξέτασης ή συζήτησης: Tο θέμα σου θα επανέλθει στην επόμενη συνεδρίαση.

[λόγ. < αρχ. ἐπανέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες