Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επαμφοτερίζω [epamfoterízo] Ρ2.1α : (λόγ.) εκδηλώνομαι άλλοτε με τον ένα και άλλοτε με τον άλλο τρόπο: Επαμφοτερίζει από απόψεως πολιτικών φρονημάτων.
[λόγ. < αρχ. ἐπαμφοτερίζω `είμαι δίσημος΄]
- επαμφοτερίζων -ουσα -ον [epamfoterízon] Ε12 : α.(λόγ.) που εκδηλώνεται άλλοτε με τον ένα και άλλοτε με τον άλλο τρόπο: Επαμφοτερίζουσα συμπεριφορά / διαγωγή / στάση. β. (χημ.) Επαμφοτερίζοντα στοιχεία, κατηγορία χημικών στοιχείων των οποίων οι ιδιότητες είναι ενδιάμεσες μεταξύ των μετάλλων και των αμετάλλων. Επαμφοτερίζουσα ουσία, που αντιδρά χημικά τόσο με τις βάσεις όσο και με τα οξέα.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἐπαμφοτερίζω]