Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαγωγή
2 εγγραφές [1 - 2]
επαγωγή 1 η [epaγojí] Ο29 : 1.(λογ.) νοητική λειτουργία, η οποία ξεκινά από το μερικό ή το ειδικό και καταλήγει στο γενικό. ANT παραγωγή: Tέλεια / ατελής ~. Mαθηματική ~. || το σχετικό είδος συλλογισμού. 2. (νομ.) πρόσκληση σε κπ. να συμμετάσχει σε ορισμένη νομική διαδικασία: ~ όρκου / επιτροπείας / κηδεμονίας / κληρονομιάς.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπαγωγή· 2: κατά την αρχ. φρ. ἐπάγομαι μαρτύρια `φέρνω μαρτυρίες΄]

επαγωγή 2 η : α.(φυσ.) δημιουργία ηλεκτρικής τάσης ή μαγνητικού πεδίου εξ αποστάσεως με χρήση ηλεκτρικού ρεύματος ή μαγνήτη: Hλεκτρική / μαγνητική ~. Hλεκτρικό ρεύμα / μαγνητισμός εξ επαγωγής. β. (βιολ.) η διαδικασία διαφοροποίησης των ιστών και των οργάνων.

[λόγ. < επαγωγή 1 σημδ. γαλλ. induction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες