Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίτονος
1 εγγραφή
επίτονος ο [epítonos] Ο19 : (συνήθ. πληθ.) (λόγ.) το ξάρτι.

[λόγ. < αρχ. ἐπίτονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες