Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίστρατος
1 εγγραφή
επίστρατος ο [epístratos] Ο20α : (στρατ.) έφεδρος που έχει επιστρατευθεί ή ανήκει σε στρατεύσιμη κλάση σε περίοδο επιστράτευσης: Aπόλυση των επιστράτων.

[λόγ. επιστρατ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες