Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίμορτος
1 εγγραφή
επίμορτος -η -ο [epímortos] Ε5 : που έχει σχέση με τη μορτή: Επίμορτη καλλιέργεια, σύμβαση κατά την οποία ο καλλιεργητής οφείλει να δώσει το συμφωνημένο μερίδιο από την παραγωγή ενός κτήματος στον ιδιοκτήτη του. ~ καλλιεργητής, που κατά την καλλιέργεια εφαρμόζει αυτή τη σύμβαση.

[λόγ. < αρχ. ἐπίμορτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες