Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίκεντρο
2 εγγραφές [1 - 2]
επίκεντρο το [epíkendro] Ο42 : 1.(γεωλ.) ~ (ενός σεισμού), το σημείο, η έκταση της επιφάνειας της γης που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το υπόκεντρό του: Tο ~ του σεισμού εντοπίστηκε στην περιοχή της λίμνης του Λαγκαδά. || (επέκτ.) το υπόκεντρο του σεισμού: Tο ~ βρίσκεται σε μικρό / μεγάλο βάθος. 2. (για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) το βασικό στοιχείο: Οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν με ~ κυρίως την εκμετάλλευση του δάσους. Bρίσκεται κάποιος / κτ. στο ~ της δημοσιότητας / του ενδιαφέροντος. Iδεολογικές συζητήσεις και πολιτικές διαμάχες με ~ την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

[λόγ.: 1: γαλλ. épicentre < épi- = επι- + αρχ. κέντρον· 2: αγγλ. epicenter (ίδ. ετυμ.)]

επίκεντρος -η -ο [epíkendros] Ε5 : (μαθημ.) επίκεντρη γωνία, που η κορυφή της συμπίπτει με το κέντρο ενός κύκλου, ενώ οι πλευρές της είναι ακτίνες του.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίκεντρος `κεντρικός΄ σημδ. γαλλ. (angle) central]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες