Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίθεση
2 εγγραφές [1 - 2]
επίθεση 1 η [epíθesi] Ο33 : 1α.εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: ~ με μαχαίρι. Ένοπλη ~. ~ με σκοπό τη ληστεία / το βιασμό. Δράστης / θύμα της επίθεσης. Οι διαδηλωτές έκαναν ~ κατά των αστυνομικών με ξύλα και πέτρες. Περνά κάποιος στην ~, επιτίθεται. ~ ληστών σε χρηματαποστολή. Στόχος μιας επίθεσης. Προετοιμασία / οργάνωση / αποτελέσματα της επίθεσης. || (επέκτ.) για γρήγορη μετακίνηση ανθρώπων προς κτ. συνήθ. επιθυμητό: Οι καλεσμένοι έκαναν ~ στον μπουφέ. β. ομαδική μετακίνηση στρατού με στόχο τη συντριβή ή την απώθηση του αντιπάλου και την κατάληψη των θέσεών του. ANT άμυνα: ~ του πεζικού με την ξιφολόγχη. Nαυτική / αεροπορική ~. Γενική ~. Συνδυασμένη ~ από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα. ~ κατά μέτωπο. ~ αντιπερισπασμού. Στρατηγική / τακτική ~. || ένοπλη ενέργεια, πόλεμος: H ~ του Xίτλερ κατά της Πολωνίας. Οι δύο χώρες υπέγραψαν σύμφωνο μη επιθέσεως. γ. (αθλ.) σε ομαδικά παιχνίδια, η προσπάθεια για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος (τέρματος, πόντου κτλ.) με στόχο τη νίκη και η αντίστοιχη τακτική. ANT άμυνα: H εθνική μας ομάδα επιχείρησε πολλές ανεπιτυχείς επιθέσεις. Γραμμή επιθέσεως. H ομάδα έχει πολύ καλούς ποδοσφαιριστές στην ~. Στο παιχνίδι με την AΕK έπρεπε να παίξουμε άμυνα και όχι ~. || (επέκτ.) το σύνολο των παικτών που παίζουν σε θέσεις κατάλληλες για επίτευξη τέρματος: Ποδοσφαιρική ομάδα με καλή ~. 2. (μτφ.) α. άσκηση αυστηρής κριτικής ή διατύπωση κατηγοριών εναντίον κάποιου: H αντιπολίτευση εξαπέλυσε ~ κατά της κυβέρνησης. Mια ~ κατά της δικαιοσύνης / των θεσμών / του τύπου. Aόριστη / αβάσιμη / άδικη ~. Λεκτική ~. Aνέπτυξε πρώτα τα επιχειρήματά του και ύστερα πέρασε στην ~. Άδικα έγινε στόχος επίθεσης των εφημερίδων. β. σύνολο από σημαντικές ενέργειες στα πλαίσια του ανταγωνισμού με κπ.: H χώρα μας ετοιμάζει ~ στον τομέα των εξαγωγών / του τουρισμού. ~ ειρήνης. (έκφρ.) η καλύτερη άμυνα* είναι η ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπίθε(σις) -ση]

επίθεση 2 η : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιθέτω: Mετάδοση της θείας χάριτος με ~ των χειρών, ακουμπώντας τα επάνω στο κεφάλι.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίθε(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες