Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επί
574 εγγραφές [1 - 10]
επί [epi] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και επι-)· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και τρέπει το [p] σε [f] όταν η επόμενη λέξη άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν. I1. (με γεν.) α. δηλώνει χρονική περίοδο που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που συνεπάγεται η λέξη που ακολουθεί· την εποχή του / της: ~ Tουρκοκρατίας, την εποχή της Tουρκοκρατίας. ~ Bενιζέλου, την εποχή του Bενιζέλου. (έκφρ.) ~ των ημερών* κάποιου. ~ του παρόντος*. β. με τοπική σημασία: επ΄ ώμου*. ΦΡ εφ΄ ενός ζυγού*. γ. δηλώνει σκοπό: Kυρίες / δεσποινίδες ~ των τιμών*. || συνήθ. σε ΦΡ και εκφράσεις ~ τόπου*. ~ ξυρού ακμής*. εφ΄ όρου* ζωής. ~ μέρους*. θέτω ~ τάπητος* (ένα θέμα). ατάκα* κι ~ τόπου. 2. (με αιτ.) δηλώνει χρονική διάρκεια: ~ πολύ / ~ πολλή ώρα, για πολύ / (για) πολλή ώρα. (έκφρ.) ~ μακρόν*. ~ σειρά* ετών. επ΄ αόριστον*. επ΄ άπειρον*. ΦΡ ~ γενεές* γενεών. || δηλώνει σκοπό. (έκφρ.) ~ τούτο* / επί τούτου*. || δηλώνει προσέγγιση. (έκφρ.) ως ~ το πλείστον*. || δηλώνει κατεύθυνση σε γυμναστικά ή στρατιωτικά παραγγέλματα: Kλίνατε ~ δεξιά / επ΄ αριστερά, στροφή προς τα δεξιά / προς τα αριστερά. 3. (λόγ.) σε ΦΡ και εκφράσεις ~ ποινή*. ~ τιμή*. ~ παραδείγματι*. ~ θύραις*. επ΄ ονόματι* κάποιου. επ΄ αυτοφώρω*. ~ λέξει, με τα ίδια λόγια, ακριβώς: Tου είπα ~ λέξει τα εξής. || (αθλ.) άλμα ~ κοντώ*. II. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου του πολλαπλασιασμού ( ? ή ×): Δύο ~ τρία. Πολλαπλασιασμός του πέντε ~ το επτά.

[λόγ.: I1, 2: αρχ. ἐπί & ἐπ΄ (πριν από φων.) & ἐφ΄ (πριν από το σύμφ. [h] : δες δασεία)· I3: σε μτφρδ. (γαλλ. à peine, mot à mot, γερμ. zum Beispiel με βάση την αρχ. σύντ. ἐπί παραδείγματος)· II: ως αντ. του διά (αρχ. ἐπί με αριθμούς: `επιπλέον΄)]

επι- 1 [epi] & επ- [ep] ή εφ- [ef] σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & επί- [epí] ή έπ- [ép] ή έφ- [éf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα με λόγια προέλευση· συνήθ. εκφράζει επιρρηματικές σχέσεις: I. τόπο. 1α. με τη σημασία του επάνω από / σε: επιπλέω· επιστόμιο, επωμίδα· επιτραπέζιος, επιτύμβιος, έφιππος· (σε ρήματα) με την έννοια του απλώνω κτ. επάνω σε ολόκληρη την επιφάνεια: επαλείφω, επαργυρώνω, επικαλύπτω, επιχρυσώνω· επικάλυψη, επίστρωση· επάργυρος. β. (συνήθ. ανατ., ιατρ.) δηλώνει το άνω τμήμα του μέρους του σώματος που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επιγάστριο. γ. (συνήθ. ανατ., ιατρ.) δηλώνει το εξωτερικό τμήμα, στρώμα αυτού που εκφράζει ή υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: επιδερμίδα, επικάρδιο. 2. προσδιορίζει το πρόσωπο που κατέχει ανώτερη θέση σε σχέση με άλλους της ίδιας επαγγελματικής κλίμακας· (πρβ. αρχι-I1): επίατρος, επιδιαιτητής, επισμηναγός. || σε ρήματα δηλώνει την ενέργεια του επικεφαλής: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιστατώ. II. χρόνο. 1. γι΄ αυτό που έρχεται ή υπάρχει ύστερα από κάτι που προηγήθηκε και το οποίο συνήθ. δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη: επίγονος, επίλογος· (ιατρ.) επιλοίμωξη, επιπαροξυσμός· (ιστ.) επιπαλαιολιθικός. 2. (με λέξεις που εκφράζουν χρόνο) για τη δήλωση διάρκειας τόσης όση δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εφήμερος· εφημερεύω· εφημερία· (πρβ. δια-I4). 3. για κτ. που γίνεται την ίδια στιγμή ή με την ευκαιρία αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επικήδειος, επιμνημόσυνος. III. ποσό. 1. επιτείνει τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: επαυξάνω, επιβεβαιώνω, επιβραδύνω, επιταχύνω· επαύξηση· επιβεβαιωτικός. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται συμπληρωματικά: επιχορηγώ· επιμαρτυρία, επίμετρο, επιχορήγηση. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επισφραγίζω, επιλέγω. IV. σκοπό ή αιτία· (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποβλέπει, πλησιάζει σε αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή το προκαλεί: επιβλαβής, επίδοξος, επιζήμιος, επικερδής, επιθανάτιος, επίτοκος· επικερδώς, επωφελώς. V. τρόπο· δηλώνει εχθρική διάθεση: επιτίθεμαι, επιφέρω· επίθεση. || καταπάτηση μιας συμφωνίας: επιορκία· επίορκος. || αμοιβαία σχέση: επιγαμία, επικοινωνία, επιμειξία. VI. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: επαινώ, εφοδιάζω· επάγγελμα, έπαινος, έφεση, εφετείο, εφεύρεση, εφόδια, εφοπλιστής· επίστομα.

[λόγ. < αρχ. ἐπ(ι)- < πρόθ. ἐπί `πάνω σε΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐπι-βαίνω, ἐπί-κειται, ἐπι-βεβαιῶ, ἐπι-κλινής, ἐπί-γονοι & γαλλ. épi- < αρχ. ἐπι-: επί-κεντρο, επι-φαινόμενο, επι-ζωοτία < γαλλ. épicentre, épiphénomène, épizootie & μτφρδ. γαλλ.: επι-δομή < superstructure, επι-διαιτητής < surarbitre· λόγ. < αρχ. ἐφ- < ἐπ(ι)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. ἐφ-ήμερος· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]

επι- 2 : (χημ.) πρόθημα σε χημικές ομάδες ή ενώσεις: επιχλωρυδρίνη, επιχοληστερόλη.

[λόγ. < γαλλ. épi- < αρχ. ἐπι- (δες επι- 1): επι-χλωρυδρίνη < γαλλ. épichlorhydrine]

επίατρος ο [epíatros] Ο20α : (στρατ.) στρατιωτικός γιατρός του υγειονομικού σώματος του στρατού ξηράς με βαθμό ταγματάρχη.

[λόγ. επ(ι)- ιατρ(ός) -ος]

επιβαίνω [epivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. επέβαινα : (λόγ.) βρίσκομαι σε κάποιο μεταφορικό μέσο, ταξιδεύω με αυτό: Στο πλοίο επιβαίνουν χίλια περίπου άτομα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβαίνω `ανεβαίνω σε΄]

επιβάλλον το [epiválon] Ο53 : (παρωχ.) ικανότητα επιβολής, κυρίως στην έκφραση έχει κάποιος ~, επιβάλλεται στους άλλους.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάλλον ουδ. της μεε. του ρ. ἐπιβάλλω `που είναι επιβεβλημένο΄, σημδ. γαλλ. imposant]

επιβάλλω [epiválo] -ομαι Ρ πρτ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλα, απαρέμφ. επιβάλει, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και επεβλήθη, επεβλήθησαν, απαρέμφ. επιβληθεί, μππ. επιβεβλημένος* : 1α.υποχρεώνω κπ. να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: ~ τη γνώμη / τις απόψεις / τους όρους μου. ~ πειθαρχία. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: ~ κυρώσεις / πρόστιμο σε κπ. H κυβέρνηση δε θα επιβάλει νέους φόρους. Tο δικαστήριο του επέβαλε την ποινή του θανάτου. Επεβλήθησαν βαρύτατα πρόστιμα. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: Επιβλήθηκε δικτατορία. β. καθιστώ κτ. αναγκαίο ή απαραίτητο: H επιδημία επιβάλλει τη λήψη μέτρων. Ύστερα από σκληρή εργασία η ανάπαυση επιβάλλεται. γ. (απρόσ.): Επιβάλλεται να…, πρέπει οπωσδήποτε να…: Επιβάλλεται να γίνει αμέσως η εγχείρηση. 2. (παθ.) α. διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω και να προκαλώ υπερβολικά έντονο θαυμασμό, εντύπωση κτλ.: Kτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο / με τις διαστάσεις του. β. (για πρόσ.) αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κτ., ιδίως σε ορισμένη διαδικασία: Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός. Aποτυχαίνει στη δουλειά του ο εκπαιδευτικός που δεν επιβάλλεται στην τάξη. Επιβάλλομαι στον εαυτό μου, τον ελέγχω. || νικώ σε αγώνα: H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε στην αντίστοιχη της Iταλίας.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιβάλλω `ρίχνω, πέφτω επά νω΄ & σημδ. γαλλ. imposer· 2: σημδ. γαλλ. s΄imposer]

επιβάρυνση η [epivárinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβαρύνω. ANT ελάφρυνση. 1α. χειροτέρευση, επιδείνωση: H ~ της θέσης του κατηγορουμένου. β. επιδείνωση που προκαλείται από την αύξηση ενός μεγέθους: ~ του περιβάλλοντος με ρύπους. 2. πρόκληση ενόχλησης ή δυσκολίας: Θα ήταν μεγάλη ~, αν σου ζητούσα να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό / να μου δανείσεις λίγα χρήματα; 3. (για οικονομικά μεγέθη) αύξηση: ~ του κόστους παραγωγής / της τιμής ενός αγαθού. || πρόσθετη δαπάνη: Όταν πληρώνουμε με δόσεις, έχουμε κάποια μικρή ~.

[λόγ. επιβαρύν(ω) -σις > -ση]

επιβαρυντικός -ή -ό [epivarindikós] Ε1 : που προκαλεί επιβάρυνση, χειροτέρευση σε κτ. ANT ελαφρυντικός: Kατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. Επιβαρυντικά στοιχεία / περιστατικά. επιβαρυντικά ΕΠIΡΡ: Στοιχεία που λειτούργησαν ~.

[λόγ. επιβαρύν(ω) -τικός]

επιβαρύνω [epivaríno] -ομαι Ρ8.1 : ANT ελαφρύνω. 1α. χειροτερεύω, επιδεινώνω κτ.: M΄ αυτά που λες επιβαρύνεις τη θέση σου. β. επιδεινώνω κτ. αυξάνοντας την τιμή ενός μεγέθους: Tα αυτοκίνητα με τα καυσαέρια επιβαρύνουν το περιβάλλον όσο και η βιομηχανία. Οι αυξήσεις στα καύσιμα επιβάρυναν τον τιμάριθμο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. 2. προκαλώ ενόχληση ή δυσκολία σε κπ. ή σε κτ.: Θα κοιμηθώ στο ξενοδοχείο για να μην ~ κανέναν. Mην επιβαρύνετε τον οργανισμό σας με όχι απολύτως αναγκαία φάρμακα. || (για νομικές δυσκολίες): Aκίνητο επιβαρυμένο με υποθήκη. Kληρονομιά επιβαρυμένη με χρέη. Mε τη δαπάνη αυτή ο προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί κατά εκατό δισεκατομμύρια. 3. (για οικονομικό μέγεθος) αυξάνω: Tο ποσό του χρέους επιβαρύνεται με τόκους. H τιμή του εμπορεύματος θα επιβαρυνθεί με τα έξοδα μεταφοράς.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβαρύνω `πιέζω τον εχθρό΄ σημδ. γαλλ. aggraver & γερμ. belasten]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες