Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επέπρωτο
1 εγγραφή
επέπρωτο [epéproto] Ρ (απρόσ.) : (λόγ.) ~ να, ήταν πεπρωμένο. Δεν ~ να τον ξαναδώ ζωντανό.

[λόγ. < αρχ. υπερσ. (γ' εν.) πέπρωτο με προσθήκη “αύξησης” ε- κατά τους άλλους υπερσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες