Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επέπρωτο [epéproto] Ρ (απρόσ.) : (λόγ.) ~ να, ήταν πεπρωμένο. Δεν ~ να τον ξαναδώ ζωντανό.
[λόγ. < αρχ. υπερσ. (γ' εν.) πέπρωτο με προσθήκη “αύξησης” ε- κατά τους άλλους υπερσ.]