Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επένδυμα
1 εγγραφή
επένδυμα το [epénδima] Ο49 : (ανατ.) υμένας που καλύπτει τα τοιχώματα των κοιλοτήτων του κεντρικού νευρικού συστήματος.

[λόγ. < γαλλ. épendyme (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἐπένδυμα `πανωφόρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες