Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επάξιος -α -ο [epáksios] Ε6 : (λόγ. συνήθ. με γεν.) άξιος, αντάξιος για κτ.
επάξια & επαξίως ΕΠIΡΡ: Kέρδισε ~ τον τίτλο του πρωταθλητή. Επαξίως εκλέχτηκε ακαδημαϊκός. [λόγ. < αρχ. ἐπάξιος, ἐπαξίως]