Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εορτάζων
1 εγγραφή
εορτάζων -ουσα -ον [eortázon] Ε12 : (λόγ., συνήθ. για άνθρ.) που γιορτάζει και ως ουσ.: Aπουσίαζε ο ~ και δεν μπόρεσα να του ευχηθώ.

[λόγ. μεε. του εορτάζω (πρβ. ελνστ. οἱ ἑορτάζοντες `πανηγυριστές΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες