Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξώτερος
1 item total
εξώτερος -η -ο [eksóteros] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται πιο έξω από κτ. άλλο ή εντελώς έξω, πολύ μακριά, κυρίως το πυρ / το σκότος το εξώτερο(ν), η Kόλαση.

[λόγ. < ελνστ. ἐξώτερος (αρχ. επίρρ. ἐξωτέρω συγκρ. του ἔξω) συμφυρ. φρ. της Κ.Δ.: εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον & εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go