Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξώθυρα
1 εγγραφή
εξώθυρα η [eksóθira] Ο27α : (λόγ.) η εξώπορτα.

[λόγ. εξω- + θύρα μτφρδ. του νεοελλ. εξώπορτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες