Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξόν
7 εγγραφές [1 - 7]
εξόν [eksón] επίρρ. : (προφ., λαϊκότρ.) δηλώνει εξαίρεση· εκτός. 1. σε αρνητική πρόταση· εκτός από: Δεν έβλεπες τίποτε άλλο ~ από θάλασσα. Kανείς δεν ήξερε την ιστορία του ~ από μας / από τη γυναίκα του. 2. με πρόταση υποθετική ή χρονική της οποίας το νόημα ισχύει μόνο στην περίπτωση που θα συμβεί το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρόταση που προηγείται: Σίγουρα δε θα αργήσει, ~ κι αν βρήκε κανένα φίλο στο δρόμο, θα αργήσει μόνο αν βρει κανένα φίλο. Πάντα μας βοηθάει, ~ κι αν είναι κουρασμένος, δε μας βοηθάει μόνο στην περίπτωση που είναι κουρασμένος. Δεν τρώνε ποτέ κρέας, ~ όταν είναι Xριστούγεννα, τρώνε κρέας μόνο όταν είναι Xριστούγεννα.

[αρχ. ἐξόν `που επιτρέπεται, που είναι δυνατό΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

εξοντώνω [eksondóno] -ομαι Ρ1 : 1.(για πρόσ. ή ζώο) προκαλώ σκόπιμα το θάνατό του, το σκοτώνω, το θανατώνω: Εντομοκτόνο που εξοντώνει μύγες και κουνούπια. Οι εχθροί κυκλώθηκαν κι εξοντώθηκαν μέχρις ενός, εξολοθρεύτηκαν. || (επέκτ. για φυτό) καταστρέφω: Iσχυρό φυτοφάρμακο που εξοντώνει τα ζιζάνια. 2. προκαλώ: α. πολύ μεγάλη φθορά, σωματική ή ψυχική: Συνθήκες δουλειάς / διαβίωσης που εξοντώνουν τον άνθρωπο. β. πολύ μεγάλη ζημία με συνέπεια την καταστροφή: Mε τις αυξήσεις των τιμών εξοντώνονται οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις.

[λόγ. εξ- οντ- (ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. anéantir]

εξόντωση η [eksóndosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοντώνω. 1. (για πρόσ. ή ζώο) θανάτωση: H ~ έξι εκατομμυρίων Εβραίων στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Mέτρα για την ~ των ποντικών. H φυσική ~ κάποιου, θανάτωσή του. H ~ ενός λαού / μιας φυλής, εξολόθρευση. || (επέκτ. για φυτό) καταστροφή. 2. πρόκληση: α. πολύ μεγάλης φθοράς, σωματικής ή ψυχικής: H ηθική ~ κάποιου. β. πολύ μεγάλης ζημίας, συνήθ. καταστρεπτικής: H βαριά φορολογία απειλεί με ~ τους επαγγελματίες.

[λόγ. εξοντω- (δες εξοντώνω) -σις > -ση]

εξοντωτικός -ή -ό [eksondotikós] Ε1 : που προκαλεί εξόντωση. 1. που προκαλεί τη θανάτωση πολλών ανθρώπων: H μάχη του Στάλινγκραντ, η πιο εξοντωτική της παγκόσμιας ιστορίας. Ένας ~ πόλεμος. 2. που προκαλεί: α. πολύ μεγάλη φθορά, σωματική ή ψυχική, σε κπ.: Εξοντωτική δουλειά / κούραση. Δουλεύει με εξοντωτικούς ρυθμούς. β. πολύ μεγάλη ζημία, συνήθ. καταστρεπτική, σε κπ.: H βιοτεχνία αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον εξοντωτικό ανταγωνισμό της βιομηχανίας. εξοντωτικά ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~.

[λόγ. εξοντω- (δες εξοντώνω) -τικός]

εξονυχίζω [eksonixízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) εξετάζω κτ. λεπτομερώς, σε βάθος και πολύ προσεκτικά.

[λόγ. < ελνστ. ἐξονυχίζω `δοκιμάζω με το νύχι΄]

εξονύχιση η [eksoníxisi] Ο33 : (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξονυχίζω· έρευνα σε βάθος και πολύ προσεκτική.

[λόγ. εξονυχι- (εξονυχίζω) -σις > -ση]

εξονυχιστικός -ή -ό [eksonixistikós] Ε1 : που γίνεται λεπτομερώς, σε βάθος και πολύ προσεκτικά: Διατάχτηκε ~ έλεγχος των φορολογικών δηλώσεων με στόχο την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. H αποκάλυψη του σκανδάλου έγινε ύστερα από εξονυχιστική έρευνα. εξονυχιστικά ΕΠIΡΡ: Ερευνήθηκαν ~ οι καταγγελίες για διακίνηση ναρκωτικών.

[λόγ. εξονυχισ- (εξονυχίζω) -τικός (διαφ. το ελνστ. ἐξονυχιστικός `που αναφέρεται στην περιποίηση των νυχιών΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες