Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξω-
1 εγγραφή
εξω- [ekso] & εξώ- [eksó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. ξω-). 1. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι πέρα, έξω και τελικά αντίθετο από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κοινοβουλευτικός, ~κομματικός, ~σχολικός. ANT ενδο-, εσω-. || ~πραγματικός, ~συζυγικός. ANT πραγματικός, συζυγικός. || ~γήινος. 2. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται έξω από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~λέμβιος. || (ανατ., ιατρ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται έξω από το όργανο ή γενικά την περιοχή του σώματος που υπαινίσσεται το β' συνθετικό: ~καρδιακός, ~κρανιακός· ~θωρακικός, ANT ενδο-· ~σωματικός. 3α. χαρακτηρίζει ως εξωτερικό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: εξώθυρα, εξώπορτα, εξώφυλλο, ANT εσω-· εξώδερμα· ~δερμικός. β. (κυρ. ανατ., ιατρ.) σε αντίθεση με το ενδο-: ~κρινής· ~τάρσιο. || (κυρ. ιατρ.) ανωμαλία κατά την οποία αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό δε βρίσκεται στην κανονική, φυσιολογική του θέση: ~καρδία. 4. με τη σημασία προς τα έξω: ~στρεφής, εξώστροφος, που στρέφεται προς τα έξω· εξώθερμος, που εκλύει θερμότητα προς τα έξω. || (ιατρ.) ανωμαλία κατά την οποία εξέχει προς τα έξω αυτό που υπαινίσσεται το β' συνθετικό: εξώγλωσσος· ~γναθία. 5. σε ορισμένες περιπτώσεις εναλλάσσεται με το ξω-: ~κλήσι, εξώραφος.

[μσν. εξω- (< επίρρ. έξω): μσν. εξώ-πορτον & λόγ. < ελνστ. ἐξω- < αρχ. επίρρ. ἔξω ως α' συνθ.: ελνστ. ἐξω-πυλῖται `που κατοικούν έξω από τις πύλες΄ & λόγ. < διεθ. exo- < ελνστ. εξω-: εξω-γαμία < αγγλ. exogamy, εξω-καρδιακός, εξω-γενής < γαλλ. exocardiaque, exogène & μτφρδ.: εξώ-δικος < γαλλ. extrajudiciaire, εξω-γήινος < αγγλ. extra-terrestrial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες