Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωφρενικός
1 εγγραφή
εξωφρενικός -ή -ό [eksofrenikós] Ε1 : α.που μας ενοχλεί ή μας εξοργίζει, επειδή είναι πολύ παράλογος: ~ ενθουσιασμός. Εξωφρενικά σχέδια. Έκανε τις πιο εξωφρενικές σκέψεις / υποθέσεις. Εξωφρενική ερώτηση / κατάσταση. Mην είσαι / μη γίνεσαι ~. Mαγαζί με εξωφρενικές τιμές, συνήθ. πολύ υψηλές. β. που είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστος, παράδοξος: Εξωφρενικό χτένισμα / ντύσιμο / φέρσιμο. Tίποτα δεν πίστεψα από όσα εξωφρενικά μου είπε. εξωφρενικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἔξω φρεν(ῶν) `που έχει χάσει τα λογικά του΄ -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες