Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξωστικός -ή -ό [eksostikós] Ε1 : που αναφέρεται στην έξωση1: Εξωστική αγωγή, αγωγή έξωσης.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωστικός `που διώχνει΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. έξωση]