Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωπραγματικός
1 εγγραφή
εξωπραγματικός -ή -ό [eksopraγmatikós] Ε1 : που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι διαφορετικός από αυτήν: Εξωπραγματική άποψη. Έχει σχηματίσει για την κοινωνία μια εικόνα τελείως εξωπραγματική και μάλιστα εξιδανικευμένη. || (για πρόσ.) που έχει εξωπραγματικές απόψεις ή κάνει εξωπραγματικές ενέργειες. εξωπραγματικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται / μιλάει / ενεργεί ~.

[λόγ. εξω- + πραγματικός απόδ. αγγλ. unrealistic]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες