Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξωνάρθηκας ο [eksonárθikas] Ο5 : στεγασμένος χώρος που βρισκόταν κατά μήκος της δυτικής πλευράς των χριστιανικών ναών πριν από τον εσωνάρθηκα.
[λόγ. < μσν. εξωνάρθηξ, αιτ. -ηκα < εξω- + νάρθηξ]