Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωμοσία
1 εγγραφή
εξωμοσία η [eksomosía] Ο25 : η πράξη με την οποία κάποιος γίνεται εξωμότης: Οι εξωμοσίες και ιδίως οι βίαιοι εξισλαμισμοί αραίωσαν το χριστιανικό πληθυσμό της πεδινής Θεσσαλίας.

[λόγ. < αρχ. ἐξωμοσία `άρνηση με όρκο πως κάποιος ξέρει κτ.΄ σημδ. ιταλ. rinnegazione]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες