Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωμήτριος
1 εγγραφή
εξωμήτριος -α / -ος -ο [eksomítrios] Ε15 : (ιατρ.) που γίνεται έξω από τη μήτρα: Εξωμήτρια κύηση, ανώμαλη κύηση κατά την οποία το γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. || (ως ουσ.) το εξωμήτριο, έμβρυο που αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα.

[λόγ. εξω- + μήτρ(α) -ιος μτφρδ. γαλλ. extra-utérin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες