Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξυπακούεται
1 εγγραφή
εξυπακούεται [eksipakúete] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) μπε. εξυπακουόμενος : είναι αυτονόητο· εννοείται: Όταν ασχολείσαι με τα κοινά, ~ ότι θα χάσεις ένα τμήμα από τον ελεύθερο χρόνο σου. Aυτά εξυπακούονται. Ρητοί και εξυπακουόμενοι όροι.

[λόγ. εξ- υπακούεται < υπ(ο)- ακούεται μτφρδ. γαλλ. est sous-entendu (πρβ. ελνστ. ἐξυπακουστέον `πρέπει να γίνει κατανοητό΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες