Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξπρεσιονιστής
1 εγγραφή
εξπρεσιονιστής ο [ekspresionistís] Ο7 θηλ. εξπρεσιονίστρια [ekspresioní stria] Ο27 : καλλιτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του εξπρεσιονισμού: Γερμανοί / Φλαμανδοί εξπρεσιονιστές. || (ως επίθ.): Ένας ~ ζωγράφος / γλύπτης.

[λόγ. < γαλλ. expressioniste (-iste = -ιστής)· λόγ. εξπρε σιονισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες