Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξπέρ
1 εγγραφή
εξπέρ [ekspér] Ε (άκλ.) : (προφ., για πρόσ.) που είναι πολύ έμπειρος ή πο λύ ικανός σε κτ.: Είναι ~ στη δουλειά του. Έχει γίνει ~ στη μαγειρική. (ειρ.): Είναι κάποιος ~ στα ψέματα / στις διαρρήξεις. || (ως ουσ.): Ρωτήστε τον ~ να σας πει.

[λόγ. < γαλλ. expert]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες