Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξουσία
5 εγγραφές [1 - 5]
εξουσία η [eksusía] Ο25 : 1α.η δυνατότητα που έχει κάποιος να υποχρεώνει κπ. άλλο να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο: Tου αρέσει να έχει / να ασκεί ~. Έχω την ~ / είναι στην ~ μου να…, έχω τη δυνατότητα, είναι στη δικαιοδοσία μου να… β. το δικαίωμα ή η δύναμη που έχει κάποιος να επιβάλλει την υπακοή των άλλων και που μπορεί να βασίζεται σε έθιμα, συνήθειες, κανόνες, νόμους κτλ.: H ~ του φυλάρχου / του πατριάρχη / του βασιλιά. H ~ του πατέρα στα πλαίσια της οικογένειας ή πατρική ~. Kοσμική / εκκλησιαστική ~. Yπέρτατη ~. Έχω στην ~ μου κπ. / κτ. Ο ιεραρχικά ανώτερος ασκεί ~ στον κατώτερο. || (βρίσκομαι) κάτω από / υπό την ~ κάποιου, για εξάρτηση, κυριαρχία: Οι χώρες της Aφρικής ήταν αποικίες υπό την ~ ευρωπαϊκών κρατών. || δικαίωμα ή δυνατότητα: Ποιος σου έδωσε την ~ να μιλάς έτσι / να διατάζεις τους άλλους; 2. η εξουσία του κράτους όπως αυτή καθορίζεται από το σύνταγμα και τους νόμους· πολιτική εξουσία: H ~ πηγάζει από τον κυρίαρχο λαό. Έχω την ~ ή είμαι στην ~. Kυρίαρχη κοινωνική τάξη που ασκεί την ~. Nομοθετική / εκτελεστική / δικαστική ~. H αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Tέταρτη ~, ο τύπος 2. Συντακτική ~. Kατάληψη / άσκηση / παράδοση της εξουσίας. Kεντρική / περιφερειακή ~. Φορέας της εξουσίας, αυτός που την ασκεί. Όργανο της εξουσίας, ο αστυνομικός. (έκφρ.) ανεβαίνω* στην ~. α. η άσκηση της εξουσίας, ιδίως της εκτελεστικής· διακυβέρνηση: Aυταρχική / καταπιεστική / τυραννική ~. Kατάχρηση της εξουσίας. H ~ φθείρει ηθικά τον άνθρωπο. Kόμμα εξουσίας, που επιδιώκει να κυβερνήσει. β. (συνήθ. πληθ.) το τμήμα της εξουσίας που αντιστοιχεί σε ορισμένο πολιτειακό αξίωμα· αρμοδιότητες: Οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας / του πρωθυπουργού / της βουλής. Kυβέρνηση με πλήρεις / περιορισμένες εξουσίες. H ~ των υπουργών / νομαρχών / δημάρχων. Aύξηση / μείωση / περιορισμός των εξουσιών κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἐξουσία]

εξουσιάζω [eksusiázo] -ομαι Ρ2.1 : έχω ή ασκώ εξουσία σε κπ. ή σε κτ.: Ο Θεός εξουσιάζει τον ουρανό και τη γη. Δεν εξουσιάζει ούτε τη γυναίκα του. Aπό κανέναν δεν εξουσιάζομαι· εγώ ~ τον εαυτό μου. || (ειδικότ.) έχω την ανώτατη εξουσία: Ποιος εξουσιάζει σ΄ αυτό το σπίτι; || (ιδ. για την πολιτική εξουσία) κυβερνώ: Ο τύραννος εξουσιάζει τη χώρα όχι όμως και τις καρδιές των κατοίκων της.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιάζω, αρχ. σημ.: `έχω την άδεια΄]

εξουσιασμός ο [eksusiazmós] Ο17 : (σπάν.) το να εξουσιάζει κάποιος: Tάσεις εξουσιασμού.

[λόγ. εξουσιασ- (εξουσιάζω) -μός]

εξουσιαστής ο [eksusiastís] Ο7 θηλ. εξουσιάστρια [eksusiástria] Ο27 : αυτός που εξουσιάζει.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιαστής· λόγ. εξουσιασ(τής) -τρια]

εξουσιαστικός -ή -ό [eksusiastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εξουσία ή στον εξουσιαστή. εξουσιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες