Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξουδετερώνω
1 εγγραφή
εξουδετερώνω [eksuδeteróno] -ομαι Ρ1 : 1α.εκμηδενίζω τις βλαπτικές ιδιότητες ενός πράγματος, τις αρνητικές συνέπειες μιας ενέργειας κτλ.: ~ έναν εκρηκτικό μηχανισμό. Εμβόλιο που εξουδετερώνει το δηλητήριο της οχιάς. Εξουδετερώθηκε η συνομωσία / η εχθρική επίθεση. β. εκμηδενίζω τις βλαπτικές δυνατότητες ή ενέργειες κάποιου: ~ τον εχθρό / τον αντίπα λο παίκτη. H δικτατορία εξουδετέρωσε τα κόμματα συλλαμβάνοντας τις ηγεσίες τους. 2. (χημ.) προκαλώ εξουδετέρωση2: ~ μια όξινη / αλκαλι κή χημική ένωση.

[λόγ. εξ- ουδέτερ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. neutraliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες