Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξοπλισμός
1 εγγραφή
εξοπλισμός ο [eksoplizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοπλίζω. 1α. εφοδιασμός με όπλα και άλλο πολεμικό υλικό: Aγορά νέων όπλων για εξοπλισμό του στρατού μας. Οι εξοπλισμοί των σύγχρονων κρατών απορροφούν τεράστια χρηματικά ποσά. β. σύνολο από όπλα και άλλο πολεμικό υλικό: Παλιός / απαρχαιωμένος ~. Διαπραγματεύσεις για μείωση των εξοπλισμών. 2. (μτφ.) α. εφοδιασμός με τα απαραίτητα αντικείμενα (όργανα, εργαλεία, σκεύη κτλ.) για τη σωστή, την αποτελεσματική λειτουργία ή γενικά τη χρήση: H κατασκευή του νοσοκομείου τελείωσε δεν έχει όμως ακόμα αρχίσει ο ~ του. β. το σύνολο των αντικειμένων που είναι απαραίτητα σε κτ.: Ο ~ ενός πλοίου / εργαστηρίου / ιατρείου. Οικιακός / αθλητικός ~. Tεχνολογικός / ηλεκτρονικός ~.

[λόγ. εξοπλισ- (εξοπλίζω) -μός (σύγκρ. μσν. εξοπλισμός `γεωργικό εργαλείο΄ δες στο εξοπλίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες