Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξολοθρεύω [eksoloθrévo] -ομαι Ρ5.1 μππ. εξολοθρεμένος : προκαλώ το θάνατο όλων των μελών ενός συνόλου προσώπων ή ζώων, τα σκοτώνω όλα: Οι εχθροί κυκλώθηκαν κι εξολοθρεύτηκαν, εξοντώθηκαν όλοι. Εξολοθρεύτηκαν τα ψάρια από τη μόλυνση / τα άγρια πουλιά από το κυνήγι. H πανούκλα εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας. || (επέκτ. για φυτά): Οι ακρίδες εξολόθρευσαν τα σπαρτά.
[λόγ. < ελνστ. ἐξολοθρεύω < ἐξολεθρεύω με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o] ]