Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξοικειώνω
1 εγγραφή
εξοικειώνω [eksikióno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κπ. οικείο με κπ. ή με κτ. άλλο, τον κάνω να τον γνωρίσει καλά, να έχει καλές σχέσεις με αυτόν ή γενικά να τον αντιμετωπίζει σωστά: Nα εξοικειώσουμε το παιδί με το κοινωνικό του περιβάλλον. Zώο που δύσκολα εξοικειώνεται με τον άνθρωπο. 2. (ιδ. παθ.) α. συνηθίζω κτ.: Έχει εξοικειωθεί με τον κίνδυνο / την ιδέα του θανάτου. Οι Γερμανοί στρατιώτες ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα, γιατί δεν ήταν εξοικειωμένοι στο βαρύ ρωσικό χειμώνα. || προσαρμόζομαι: Δεν έχει εξοικειωθεί ακόμη στην καινούρια του δουλειά. β. μαθαίνω κτ. καλά ιδίως από πρακτική άποψη: Εξοικειώνομαι με μια ξένη γλώσσα. Στρατιώτης εξοικειωμένος στη χρήση των όπλων.

[λόγ. < ελνστ. ἐξοικει(ῶ) -ώνω `οικειοποιούμαι΄ σημδ. γαλλ. familiariser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες