Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξιλεωτικός
1 εγγραφή
εξιλεωτικός -ή -ό [eksileotikós] Ε1 : που γίνεται για εξιλέωση.

[λόγ. < ελνστ. ἐξιλεωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες