Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξευγενίζω
1 εγγραφή
εξευγενίζω [eksevjenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.προάγω, βελτιώνω κπ. από άποψη πνευματική ή ηθική: H τέχνη εξευγενίζει τον άνθρωπο. β. (προφ.) μαθαίνω σε κπ. να συμπεριφέρεται με ευγένεια, με τρόπους κοινωνικά αποδεκτούς: Πήγε στην Aθήνα και εξευγενίστηκε. Εξευγενισμένη συμπεριφορά. 2. (επιστ.) βελτιώνω με επιστημονικές μεθόδους κάποιο ζωικό ή φυτικό είδος ή τις ιδιότητες ενός προϊόντος.

[λόγ. < μσν. εξευγενίζω, ελνστ. σημ.: `ελευθερώνω΄ & σημδ. γαλλ. ennoblir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες