Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξερευνώ
1 εγγραφή
εξερευνώ [ekserevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : κάνω εξερεύνηση. 1. κάνω επιτόπια έρευνα μιας περιοχής της γης με σκοπό τη γνώση της ιδίως από γεωγραφική άποψη: Σήμερα το σύνολο σχεδόν της γήινης επιφάνειας έχει εξερευνηθεί. 2. (σπάν.) μελετώ λεπτομερώς κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐξερευνῶ `εξετάζω προσεχτικά΄ σημδ. γαλλ. explorer & αγγλ. explore]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες