Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξειδικεύω [eksiδikévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.ειδικεύω πλήρως κτ. γενικό, το περιορίζω εντελώς σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: ~ μια έρευνα / μια συζήτηση. Εξειδικευμένη γνώση. Εξειδικευμένο πρόγραμμα ερευνών. Εξειδικευμένες σπουδές. 2. (παθ., για πρόσ.) αποκτώ γνώσεις και εμπειρία σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος· ειδικεύομαι: Εξειδικευμένο προσωπικό.
[λόγ. εξ- ειδικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. spécialiser]