Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξεζητημένος
1 εγγραφή
εξεζητημένος -η -ο [eksezitiménos] Ε3 : (για συμπεριφορά, πράξη κτλ.) που χαρακτηρίζεται από υπερβολική φροντίδα για το τέλειο ή το ασυνήθιστο· (πρβ. επιτηδευμένος): Εξεζητημένοι τρόποι. Εξεζητημένες εκφράσεις. Εξεζητημένη συμπεριφορά / ευγένεια / εμφάνιση / κομψότητα. Εξεζητημένο ύφος / ντύσιμο / χτένισμα. εξεζητημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του ελνστ. ἐκζητῶ `απαιτώ απολογισμό΄ κατά τη σημ. του ελνστ. επιρρ. ἐξεζητημένως `με εξεζητημένο τρόπο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες