Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξεγείρω
1 εγγραφή
εξεγείρω [eksejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) (συνήθ. παθ.) : α.παρακινώ κπ. να επαναστατήσει· ξεσηκώνω: Ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον του τυράννου, επαναστάτησε. β. προκαλώ θυμό ή έντονη αντίδραση: Mε εξεγείρει η συμπεριφορά του. Εξεγείρομαι, όταν ακούω τους καταχραστές να μιλάνε για τιμιότητα, θυμώνω ή αντιδρώ έντονα. Εξεγείρεται η συνείδηση κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἐξεγείρω `ξεσηκώνω απ΄ τον ύπνο΄ σημδ. γαλλ. soulever]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες