Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαποστειλάριο το [eksapostilário] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : (εκκλ.) καθένα από τα τροπάρια του όρθρου που ψάλλονται πριν από τους αίνους.
[λόγ. < μσν. εξαποστειλάριον (ενν. τροπάριον) εξαπόστειλ(ον) (από τη συχνή προστ. εξαπόστειλ(ον) `στείλε΄ που περιέχει) -άριον]